Παρασκευή

Όπως ορίζει η Φύση

Απόψε Αρκάδες θεοί πετούσαν πάνω απ’ τα χωράφια μας

Ζωντάνεψαν τα αστεία σκιάχτρα μας κι έκαναν το ανόητο στάχυ να χορεύει

Έβαλα τους δίσκους των θρυλικών εποχών να παίζουν στο πικ απ

Και κέρασα κρασί σε πήλινες κούπες

Οι γέροντες κατηφόρισαν στο φιδίσιο λιθόστρωτο από νωρίς

Για να αναζητήσουν την πυροστιά στις εστίες τους

Εγώ σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό

Και κατέβασα τα γκρεμνά και τους αέρηδες

Εκείνο το αμίλητο παιδάκι που μένει μες την καρυδιά

Κοιτούσε με κάτι μάτια πελώρια

Όταν όλα ησύχασαν η γλυκιά κοπέλα έφερε μήλα

Κι ο τσιμπογιάννος συνέχισε το τραγούδι του

Τούιττούιτ τούιττούιτ