Τετάρτη

Η Μπρασκαφούτα

Αυτό το φλεγόμενο άστρο θα πρέπει να είναι όλα τα αγγίγματα και τα χάδια σου

Τα γαλάζια σου χαμόγελα που ξεπροβάλουν μέσα απ’ τις σκωτσέζικες φυλλωσιές

μιας τέτοιας μέρας κάνοντας την πλάση να τρεμοπαίζει να ριγεί και να γυαλίζει

Ρίχνοντας με παραδιδόμενο στη ζεστή αγκαλιά της υπαίθρου

Θα παραμένει για πάντα ένα θαύμα ο τρόπος που στέκονται πλάι πλάι

Το κυπαρίσσι το καλάμι κι η ελιά

Το μικρό χωριό το ακίνητο πουλί και το ψαροκάικο

Το σύννεφο που ντύνεσαι για να γυρίσεις τον κόσμο

Και το ρούχο από πέταλα παπαρούνας που φοράς

Κάθε φορά που μου γυρνάς την πλάτη

Ενόσω τα μολυβένια στρατιωτάκια κι οι σταχτοπούτες

Αναπαράγονται με ρυθμούς βιομηχανικούς

Οι λέξεις μονομαχούν για μια θέση σε αυτό το χαρτί

Τελικά ο μόνος που σκοτώνεται είναι ο χρόνος μου

Κι έτσι ελευθερώνομαι απ’ την αιχμαλωσία του

Όπως ελευθερώνονται οι ποιητές απ’ τα απόρθητα

φρούρια τους όταν κάποιος τους απλώσει το χέρι

Εσύ αινιγματικέ φίλε μου κοίτα να μην αγχώνεσαι

Οι άνθρωποι εδώ καταπίνονται απ’ τα χασμουρητά τους

Και πεθαίνουν απ’ το βαρύγδουπο χτύπο του λεπτοδείκτη

Του νοσοκομειακού ρολογιού

Τόσο κρίμα

Η γιαγιά μου μόνο κάνει υπομονή

Έτσι ώστε να μην τρελαίνονται τα παιδιά της

Είναι φυσική ηθοποιός βλέπεις

Κι εγώ το ‘χεις καταλάβει

Στις λέξεις μέσα σμιλεύω τη μορφή της απουσίας σου

Υπάρχει κι ένα ξωτικό

Μες τα κουρέλια του σκαρφαλώνει ως το φεγγαρόφλουδο

Και με το δάχτυλο το γυρνά ένα τεταρτημόριο προς τα κάτω κι αριστερά

Φτιάχνοντας ένα νυχτερινό χαμόγελο

Εκεί ψηλά στο έναστρο στερέωμα

Για να σου ανταποδώσει το πάθος και τις υπόλοιπες άθεες χαρές της μέρας