Τρίτη

Luna

*Στην Αγλαϊα που άφησε την μουσική κι εκπορνεύτηκε επειδή το ‘θελαν οι γονιοί της, στον φίλο μου τον Παναγιώτη που χάθηκε επειδή χαθήκαμε, στην Κωνσταντίνα που θέλει να γίνει χαρταετός, στην Όλγα που διασπάστηκε σε σιωπή και φυσικά σ’ εμένα τη μεταβλητή συγκέντρωση ιόντων υδρογόνου σ’ ένα mol ύλης

Μισό κιλό κρασί κι είμαι δική σου

Αυτό δεν ήθελες άλλωστε

Μια πόρνη με βιογραφικό

Να δώσει φτερά στην ψυχή σου

Να σκέφτεσαι την ελευθερία στα μύχια σου

Όλα τα εικοσιτετράωρα των συμβιβασμών σου

Εδώ είναι η μουσική

Το ποτό η ζάλη και η εξοχή

Η ανοιχτή πόρτα του κελιού σου

Σκάστο Κελαήδησε λεύτερα τώρα

Τα σύννεφα τ’ άστρα κι η νύχτα σ’ακούν

Η φωτιά που καίει Είναι φίλοι σου

Σου φαίνομαι αινιγματικά παντοδύναμος

Μ’ ερωτεύεσαι Παρασύρεσαι

Μου κάνεις την καλύτερη πίπα της ζωής σου

Με κοιτάς στα μάτια

Είσαι ντροπαλή κι έχεις κόκκινα μάγουλα

Γυμνή αποφασισμένη Με ρωτάς Ερωτάς

Δεν φοβήθηκες ποτέ ?

Είμαι ειλικρινής Ξυπνάει το νησί μέσα μου

Όποιος δεν φοβήθηκε ποτέ είναι ψεύτης σου απαντώ

Τα ηλεκτρικά φορτία είναι η ειδικότηττα μου

Κλείνεις το μάτι σηματοδοτώντας την κατανόηση

Και πλέκεις ένα σκουφάκι

Από τις κάμποσες λευκές τρίχες

Της κεφαλής μου

Μα αυτές παραμένουν εκεί

Θυμάσαι τότε στον βοτανικό κήπο

Της Oξφόρδης

Που σου χάρισα ένα μπουκέτο κρινάκια

Παραγεμισμένα με liberty caps

Κι εσύ μου έδειχνες ενθουσιασμένη το φυτό Olaria olaria

Πίνοντας νερό από ένα πυθάρι που συνεχώς ξεχύλιζε ανάμεσα στις ορχιδέες

Τώρα είναι άλλοι καιροί

Κατεβάζω τα βουνά και τα στριμώχνω στις αποθήκες μου

Κάθε ρέψιμο ή κλάσιμο θα μπορούσα να το πληρώνω με πεντάευρω

Και συ ολόενα πασχίζεις να επεκτείνεις το δίκαιο σου όπως κάνει κι η Αμερική

Αν όλα τα οργισμένα κορίτσια ενώνατε το δίκαιο και την οργή σας

Θα ‘χατε φθάσει ως κάτω το γρανικό ποταμό στις Ινδίες σκέφτομαι

Μα δίχως μέθη ή οργασμό

Ανάμεσα στις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις

Απλά ξεσκίζεστε για την εκτόνωση

Έπειτα ολόενα και περισσότερα απ’ τα σπίτια που επισκέπτομαι

Είναι βουβά πλούσια και με χλωμούς τοίχους

Τακτοποιημένα σαν ακατοίκητα

Φοβάμαι μήπως την επαύριο το κακό χτυπήσει και την δική μου πόρτα

Μήπως ο καλλιτέχνης που ζει εκεί πεθάνει και την θέση του έρθει

Ν’ αντικαταστήσει ο άντρας τσέπη

Γελάω Και παίρνω ήδη το δρόμο για τον Καύκασο

Έτσι ώστε αυτή η νεαρή γυμνή ερωτιδέας να πεταρίζει ανάμεσα σου

Δείχνοντας σου το δρόμο

Σε λίγο αυτήν θ’ ακούς

Εγώ δεν θα ‘μαι παρά μια γέρικη ελιά

Ωραία για να θαυμάζεις το μεγάλο κορμό της

Αλλά με το λάδι της βαρύ

Όπως το λάδι κάθε γέρικης ελιάς

Κι είμαι φυσικά ειλικρινής

Αν και είμαι ήδη αλλού

Μεταμορφώνομαι αενάως για να αποφύγω το σκοτάδι

Που με κηνυγά για να με φάει

Ακόμα και τις εποχές που κάθε κορίτσι είναι ένα ποίημα

Φιλέρι Κρανιδιώτης Autumn Royal και Σιδερίτης

Ξεκινώ το τρίτο δεκαήμερο του Ιούλη και τελιώνω το Δεκέμβρη

Ως ενσάρκωση υγρού που προέρχεται απ’ την Ασία

Εφτά γράμμματα

Μούστος ή ύγρασία