Σάββατο

Περίπατος στον Βυσσινόκηπο

Η άνοιξη μου μοιάζει το αντίθετο της τραγωδίας Μια υπέρβαση τόσο άφθονη που μπορεί και ξεχειλίζει τον άνθρωπο τρομακτικά Εκτελώντας τον η συντέλεια του κόσμου η καθημερινότητα Τον άνθρωπο Γεμίζοντας σου με λουλούδια το στόμα Ως γυνή με το δαίμονα της που απλώνει το Στήθος της παράνοιας ηχηρό σαν τις κλαγγές των Δωριέων Το σύμβολο που ρουφάει το φως του γύρω απ’ την αιώνιο γίγνεσθαι Απρόσκοπτα μέχρι και σήμερα Και μένει στο σκοτάδι Μέσα σ’ ένα μαύρο σύννεφο Πίσω στα νησιά του διαστήματος Παφλάζουν οι ωκεανοί του σύμπαντος Που πάνω τους ταξιδεύουν γαλέρες του στρατού Της σωτηρίας Εδώ είναι το νησί της ξεγνοιασιάς Εκεί η κρήνη των ανθοφοριών Τοξότες ερωτιδείς καβάλα σε αναμνήσεις Στα βοσκοτόπια της εξάρτησης Πλένω τα χέρια μου απ’ το σκοπό της ζωής Νοιώθωντας άνετα Κι έπειτα αυτά πέφτουν μέσα στις ομπρέλες της ζέστης Εν αναμονή επεκείμενου όλεθρου Άφεν Βέλλερς Γουόρνικ Δένγφτος Εφιλρς Ζέμελ Ήλιβοχ Θέιμον Ινιέ Κέλλερς Λάις Μαούρι Νελτεν Ξελκ Όρεν Πάλεφεν Ρίπις Σάβεν Τένος Ύμες Φουά Χεράφ Ψήζας Όσμοντ Καθώς αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στην έμπρακτη αγάπη τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες μου προσπαθώ να βρώ λέξεις να σε περιγράψω Μα δεν τα καταφέρνω Ανάμεσα στα έντομα Είσαι απερίγραπτη Είναι οι στιγμές σου ιδεολογία Που τελευταία στιγμή μου ‘σωσες τη ζωή Για να θερίσουμε περισσότερη αξιοπρέπεια Απ ‘όση σπείραμε κάποτε Κάποτε δίνοντας στο βήμα μας Το ρυθμό της γης Ώσπου ίσως μια βροχή ν’ ανθίζει σε κάθε μας εισπνοή Κι ένα λουλούδι σε κάθε εισπνοή Και το λουλούδι μετά θα γίνεται βύσσινο Αφού θα έχει προηγηθεί ο περίπατος

Η Πτώση της Θέλησης (πολιτικό ποιήμα για την αιώνια ζωή)

Ολόενα μεγαλώνουν σκαλίζοντας το θαύμα Διαστρικές κηπουροί

Κοντά τριακόσια πια Γεμάτες άσπρο φως σκληρή τρίχα και γαλάζιο

Με δυο χαδιάρες βλεφαρίδες Δυο εκπλήξεις σταυρωτά ζωσμένες στην όψη τους

Δυο έμειναν όλες κι όλες Έτσι είναι εύκολο να τις αναγνωρίσει κανείς

Απ’ τις σφαιρικές μήτρες και τα πελώρια κομψά πόδια Απ’ τα μεγάλα διάκενα στο λόγο

Που σπαρταρούν πέφτουν Που γνέφουν Σε θέλω πολύ Τώρα

Γιατί όλα έχουν τη θέση τους Οι δυτικοί αστερισμοι Τα ευτράπελα

Το μέσα και το έξω Ανοίγει και κλεινει η βεντάλια Όμοια τα πνεμόνια

Όμοια η θέα σα χώνεται το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια για να μετρήσει τις αποστάσεις

Φορτωμένες εκατομμύρια πράσινες ομπρέλες και τραγούδια πουλιά

Αργά αναρρίχονται στη δίνη της ανόδου κρατώντας δυο στάλες βροχής

Δυο σβώλους χώμα Για να σπείρουν τη γη κι αλλού στο διάστημα

Μα οι τοξωτές αψίδες της αμφιβολίας τρυπούν τα συνωστισμένα μάτια

Όχι δεν θέλουν να βλάψουν κανένα Είναι παιδιά με δύναμη Είναι μόνο δέος

Ένα ατέρμων εκστατικό κόμπασμα στα χέρια και στους γόνες

Κάτω απ’ την αρχαϊκή πέτρα των προγόνων τους

Στο πτερύγιο του κρόταφου από πίσω εκείνο το χλωμό φως - Θυμάμαι

Δεν έχεις τίποτα είπε ορκισμένος ο άγγελος ιποκρίτης Τίποτα

Γελώντας τη μοίρα με τις λέξεις του Μα το δίχως άλλο η μοίρα ήταν που έπαιζε με το ύψος της

Ξεσκίστηκε η θηλυκή αρχή του γι’ αυτό το νιάνιαρο Τροφή για το σκύλο και τσιγάρα

Και τώρα τι έμεινε τώρα Την τελειότητα να γιορτάζουν τα σαλιγκάρια

Τα πενηνταδυο χαρτιά της τράπουλας σκορπισμένα στο πάτωμα Εδώ κι εκεί

Τσέλικη γλυκιά μελωδία των τρελών Το σύμπαν βαρύτερο Ένας δυο Οι πρώτοι του παλμοί

Η αγκαλιά μια αγκαλιά συγκίνηση και φωτιά δίχως χερούλια πουθενά να πιαστείς

Αόριστος Αιχμαλωσία Προσευχή Δεν ήταν τίποτα - συνέχισε -

Πως κλαίει η άβυσσος Λίγο κόκκινο ναϊφ στα μάγουλα του κόσμου

Συνάρτηση του οίστρου όπως το φεγγάρι όπως κι εσύ κι οι μουσώνες

Μα ο καιρός περνά Η αρμάδα της κίνησης βλέπεις

Ολόενα μεγαλώνουν Ολόενα αλέθει ο χρόνος για να φτιάχνει επίγνωση

Γλυκιά επίγνωση της αστρικής εστίας Σάμπως τροφή άλλη δεν έχει η Ύπαρξη

Αυτές αλλαξαν ντύσιμο Άλλαξαν κι άλλα πράγματα πιο χειροπιαστά

Αρωμάτισαν με πνεύματα τον ουρανό και τους ναούς τους

Αγόρασαν περισσότερες αντένες για να θωρούν τα πράγματα

Έπειτα έγιναν απόμακρες Διανοούμενες Τενίστες των λέξεων

Κατοχύρωσαν τον τίτλο τους Έφτιάξαν τη δική τους αίρεση

Να ταιριάζει στην εποχή τους Φαλακρή κλαδάτη Δίχως σκόνη ή αίματα

Ντύθηκαν μακρόσυρτες δονήσεις και τριανταφυλλί φαντασιώσεις

Στολίστηκαν συναισθηματικά όνειρα και λογής δυνάμεις Να ζωντανεύουν

Τις λίμνες του καλοκαιριού τ’ αγάλματα στους κήπους Τους χαρταετούς των παιδιών

Ίδρωσαν πάνω απ’ το αμόνι για αιώνες Σκλήρυναν στην εμπειρία και την υπέρβαση

Σφυρηλατώντας γερά φτερά Φτερά προσαρτημένα στις χρυσές τους φτέρνες

Κι έγιναν τα κορμιά τους ο μεγάλος σπόρος της ποίησης στην αρχή

Και μετά περιπλοκάδες που αγκαλιάστηκαν μπλέκοντας τα φιλιά τα χρώματα Σφιχτά

Κύκλικά περιστράφηκαν γύρω απ’ το μάτι της γη Με τεντωμένες φλέβες

Μα όποιος άλλος στη θέση τους Θα πέταγε που και που ανάσκελα

Για να χαζέψει τα ακίνητα χρυσά μάτια Τα ολοκαυτώματα πέρα στις εσπερίδες

Το χορό της φωτιάς ανάμεσα στα φεγγάρια του Δία Εκεί που η Νέμεσις κρεμάστηκε

Κομματιάζοντας έτσι τους καθρέφτες των θεών Τους ίδιους τους εαυτούς

Τα παιχνίδια με αρχή και τέλος δεν είναι παρά κατεστημένο

Κι αν θες όσο πρέπει - θα ζήσεις για πάντα γιατί γίνεται

Χωρίς να βαριέσαι Έίναι πάντα εύκολο να πεθάνει κανείς

Λοιπόν φως μου

Παιδί της προσευχής

Σπερματοειδής είναι ο θρήνος σου

Τα δυο σου πρόσωπα η αγαπημένη σου ώρα

Ας είναι γλυκό και το κλάμα σου

Ας είναι

Όταν η ανυπαρξία λήστεψε το τερπνό δάκρυ της Παναγίας

Τους θεούς -κατάρα - Μην ανησυχείς όμως

Το ποτάμι Η οικουμένη Ο άγγελος φύλακας σου

Άσπιλο άσπρο φως και άφυλο γαλάζιο Με δυο μακρυές βλεφαρίδες για να πετάς

Και νιφάδες ήλιου να κεντούν τον έρωτα στη μέση του πελάγου

Έϊ μην τρομάζεις σε παρακαλώ Χάιδεψε με εσύ το παράξενο χαμόγελο

Τη νύχτα ονειρέυεσαι πως φοράς αμπελόφυλλα για σκουλαρίκια

Κάθε νιφάδα κι έρωτας πως ζωντανεύει τα χείλη της αρχαίας μάσκας

Τη μέρα μόνο πιστεύεις Ορίζεις τους ελέγχους και πετάς

Είμαι η Διακοσμική Θέληση

Η αδάμαστη αρχή των πάντων Έλα να με βρείς

Είμαι εδώ υπομονετική κι ατάραχη.. στην κοιλιά σου

Παρασκευή

Φωτόμυλος

Ε ψυχικά αυτόματη Λάμπα ξύπνησε Να δει και τ’ άλλο μάτι να μη ζηλέψει Σχηματισμένο φως Αετώματα και στήθη ιριδισμών Το στητό πουλί με τη μακρυά μύτη Φτιαγμένο να μην πιάνεται Έντεκα δώδεκα ή δεκατρείς να γεννήσει η Λουκία Και ‘συ την άλλη Παρασκευή κελτικη μηλιά έχεις γενέθλια Ένα μαγαζάκι που αυτομόλησε από την Μονεμβασιά Με τα χέρια του γεμάτο καλειδοσκόπια Κι όλο όλο βουτηγμένο στο μέλι Της Γης γή Πάνω στην οποία συγχρόνισε την αυτοπροβολή σου Κα λει δο σκο πι κα Εσύ που κρέμασες το χαμόγελο σου στον ουρανό Κατέβα από το δένδρο ντε να σε δούμε Το λουλούδι που βόσκησες τη σταγόνα σου Να σε αυτή τη φωτογραφία είναι τα φτερά σου όταν ήσουν μικρή Εδώ είναι η πρώτη σου πτήση Εδώ η μαμά σου με τους γκόμενους σου Κάποιος από αυτός έγινε ο πατέρας σου Ώπα ένα κοχυλάκι μία χάντρα άλλο ένα κοχυλάκι Κι άλλα δύο Εδώ το δένουμε κόμπο Να φυλάνε τα τρία όνειρα σου μην τα κλέψουν οι καιροί Αυτό το ποίημα για καβαλιέρος Και το δικό σου ποίημα για ντάμα Γαμώτο τόσο όμορφα αστείοι Τόσο μοιραίοι Που πάλι θα λείπουμε Αύριο για μπάνιο στην παραλία με τις νότες Το αντηλιακό απ’ το καρότο και Κόκκινες φωτοτυπίες του στυλ σου κάτω απ’ το ψάθινο καπέλο Στην διαύγεια που πάνω της λιάζονται οι αρχαίοι πηγαινοέρχεσαι Ο ήλιος είναι το κεφάλι σου Και το δωμάτιο που άφησες πίσω τακτοποιημένο στην εντέλεια Τα εσώψυχα σου Έτσι που μπόρεσες να φύγεις Όπως την έκανε και η ντομάτα μας Η μία για να βρεί τον ήλιο Κι η άλλη απ’ το περονόσπορο Υδροξείδιο του χαλκού κι εφτά μέρες μετά συγκομιδή Φύλλο ευκαλύπτου για τα κουνούπια Πατεντ κάλι για τις πατάτες Ενεργοί μικροοργανισμοί για την αντιοξείδωση Ταχυόνια εξισσοροπιστές για τις ηλεκτρομαγνητικές δονήσεις Χαρτμαν και Κάρρυ Ζωντανά ηφαίστεια ααααχχχχ Αχ τα μάτια σου νυχτοπούλια Και το φεςγγάρι το παλιοφέγγαρο κλεψυδρίζει Όλη την ξεροκεφαλιά του στο καλεντάρι Χωρίς να ξέρει τίποτα Κι όχι σαν και μένα που ‘χα ερωτευτεί την αφίσσα Ο μοιρολάτρης Ααααχχχχ Ίσα που προλαβαίνω να το πώ Ωπ το λευκό πανί ‘Ενας εξωγήινος που αρπάζει το Χαρταβέλα Κι η Νικολούλη τον ψάχνει Αφάνταστη περιπέτεια Βλέπεις δεν έχουμε ουρανό εδώ μες την κυψέλη Τόσοι κηφήνες να θέλουν να σε γαμήσουν και να μη το δίνεις σε κανέναν Εκατομύρια έτη φωτός η διαμονή σου στο διάστημα Και η δοκιμασία του θεού Δυανυσμένα πειράματα Τριακόσες εξήντα μοίρες αργή περιστροφή στο καλειδοσκόπιο Και αφήνω κάτω τη βεντάλια μου Το Παμπλάκι κοιμήθηκε Να μιλήσει την άλλη γλώσσα Το μικρό αντικείμενο επιστρέψει στο μεγάλο ράφι με τ’ άλλα μικρά αντικείμενα Και μεις για πάλι εδώ δελφίνια Μιαν ανάσσα έξω απ’ το νερό Για πάντα πρωτάρηδες απέναντι στη φύση

Σάββατο

Drambuile

Στην αρχή, μικρός στο δημοτικό είμουν γαύρος αλλά έχασα ένα στοίχημα κι έγινα βάζελος Ο αδερφός μου ήταν γαύρος αλλά εγώ βάζελος (κύριε τώρα τι είναι ο αδερφός σας - Απλά ζάκι) (Μετά θάνατον ανάκαμψη της τέχνης ή κατ’ άλλους ένα εσωτερικό ανάκτορο) Ω λαλά Μετά μεγάλωσα Φυσιολογική ανάπυξη και κατάλαβα πως είχα να σταματήσω να ασχολούμαι Όμως πάνω στον καρπό το πρωί όλοι μιλάγαν για το πετσί και τη σάρκα Έτσι για λόγους κοινωνικότητας ξανάγινα βάζελος Αλλά όταν κοίταξα τις λεσβίες χανούμισες έγινα αεκ ..είχα κολλήσει και με τον Ντόρις εκείνο τον καιρό Μετά έγινα λειχίνα και βρύο στη σιλικόνη του υπολογιστή Και όπως το αίμα του Σωκράτη το ποιήμα μου κύλησε απ’ τις πλειάδες Και είμαι Ψαροκόκαλο δώδεκα μέτρα βυθισμένο στην πικρή ζωή του καλοκαιριού όπου η ποίηση μου ονειρεύτηκε τη ζωή Τώρα η κυρία Επέκεινα κι η κυρία Μπάτερφλαυ με νανουρίζουν στους λειμώνες της αιωνιότητας Κάποτε μάλιστα φαντασιώνομαι πως απορώ έτσι ώστε να αποφεύγω συνετά όλες τις καθησυχαστικές πλάνες της οντολογίας Πολλές από αυτές βέβαια ακόμα και νεκρές ήθελα να τις φτύσω αλλά τις πήγαν σε άλλη νεκρόπολη Λοιπόν ακόμα ρεύομαι ψυχές και διαίρεση Κι οι γάτες όταν νύχτωσε στα σύννεφα υπόταξαν τους ανθρώπους της γειτονιάς