Παρασκευή

Το Ελικοπτεράκι

Σπάνια ξεκινώ να γράφω κάτι και ν’ αρχίζω από τον τίτλο αλλά όμως αυτή την φορά ο τίτλος είναι ξεκάθαρος απ’ την αρχή Το ελικοπτεράκι Και ξεκινώ την ιστορία από μια σύντομη ανασκόπηση του παρελθόντος που είναι το ψάρεμα Λοιπόν η εποχή του ψαρέματος φαίνεται πως παρήλθε και ήρθε η εποχή του ελικοπτερακίου

Δηλαδή με άλλα λόγια μία περιστροφική ερωτική σχέση που αναπτύσεται κατά την ανάπτυξη μας και αφορά την προσέγγιση που έχουμε στα στοιχεία της φύσης όπως για παράδειγμα του νερού και του αέρα που πλαισιώνουν το πεδίο της δράσης μας Μία σχέση κάθε φορά καθ ‘όλα ερωτική αφού η αγωνία η ένταση κι ο ενθουσιασμός η χαρά και η λύπη πρωταγωνιστούν στα συναισθήματα μας άλλοτε καμπυλώνοντας το χρόνο κι άλλοτε μπλοκάροντας τον μέσα σε βασανιστικές λαγουμότρυπες

Όσον αφορά τον αέρα η κύρια μας σχέση μαζί του είναι η αναπνοή Τον αέρα τον αναπνέουμε τον εκπνέουμε τον διασχίζουμε ζούμε μέσα του απ’ όταν γεννηθήκαμε τον θεωρούμε φυσιολογικό είναι στην καθημερινότητα μας σαν αραιωμένο μητρικό υγρό Άφθονος διάφανος απαρατήρητος σαν ανύπαρκτος Που και που μυρίζει ωραία άλλοτε βρωμάει Τον ανεχόμαστε σαν κάποιον που είναι αργά πια να αλλάξουμε την στάση μας απέναντι του Όμως αυτή η τυποποιημένη σχέση θα μπορούσε να αποδώσει μερικά γόνιμα μεθύσια και νύχτες καυτού έρωτα έστω και προσωρινά

Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας τουλάχιστον ετοιμολογικά συχνότερα προσωρινός είναι εφόσον βασίζεται στο άγνωστο και την απορία Εδώ λοιπόν έρχεται το ελικοπτεράκι και μαζί του η συνειδητοποίηση ότι το έλκυσμα δεν αφορά αυτό αλλά τον αέρα Το ελικοπτεράκι δεν είναι παρά το μέσο Το αισθητήριο όργανο σε μια συνειδητή προσπάθεια επικοινωνίας συνέυρεσης και συνεργασίας μαζί του ‘Οπως αντίστοιχα το καλάμι του ψαρέματος στην περίπτωση του νερού Μιας επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπου και στοιχείου της φύσης Άλλοτε φιλικής και δεκτικής από πλευράς του κι άλλοτε λυσσαλέας αντιπαλότητας ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν και μπορούν να πάρουν ψηλά το ελικοπτεράκι κι έπειτα να το ρίξουν με δύναμη στη βρεγμένη χειμωνιάτικη γη

Το ελικοπτεράκι άργησε να ‘ρθει Το επιθυμούσα περίπου ένα χρόνο όπως θα μπορούσα να επιθυμώ ένα κορίτσι που δεν θα έκανα τίποτα για να το αποκτήσω αλλά θα ανασκιρτούσα κάθε φορά που θα το ‘βλεπα Είτε γιατι είμαι ένας άχρηστος ή γιατί νοιώθω εντάξει όπως είμαι θεωρώντας πολλές φορές μάταιη την οποιαδήποτε παροδική μούρλα που συμβαίνει να με ακολουθεί σαν το όμορφο αδέσποτο της ανόητης επιθυμίας

Το ελικοπτεράκι το συναντούσα μια φορά τον μήνα που πήγαινα στο κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών να πληρώσω κάποια δόση Έστεκε υπομονετικά στο ράφι Ελαφρύτερο από πενήντα γραμμάρια και με μια επιγραφή στο κουτί του που έλεγε άυθραυστο Στεκόμουν το κοιτούσα για λίγο περιεργαζόμουν το κουτί του και μετά έφευγα Αυτό είχε γίνει κάμποσες φορές κι είχα συνηθίσει

Μια άλλη μέρα το συναντώ στο σπίτι ενός φίλου τετραπλάσσιο σε μέγεθος τριπλάσιο σε τιμή και με τον πίσω έλικα ανταλλακτικό Χάρηκα πολύ Έκείνος συμμεριζόμενος τον ενθουσιασμό μου έκανε να το πετάξει και μετά από λίγο ...πάει ο έλικας που ευτυχώς είχε ανταλλακτικό Ξενέρωμα Όπως το’ χα φανταστεί Μιας χρήσης Ένα άγχος κι ένας πανικός που δεν άξιζε τον κόπο

Μετά από λίγες μέρες τα βήματα μου μ’ έφεραν στο μεγαλοπαιχνιδάδικο Ήταν η εποχή που οι αγιοβασίληδες ξεπετάγονται από παντού σαν κολλητική ασθένεια Τσουλάγαμε με την κόρη ώσπου ξαφνικά πέφτω πάνω σε μια σειρά ράφια με πέντε έξι διαφορετικά ελικοπτεράκια για όλα τα γούστα και τις τσέπες Σταθήκαμε Μελέτησα προσεχτικά όλα τα χαρακτηριστικά και τις τιμές τους Δεν πήρα κανένα και συνεχίσαμε Στο ταμείο μπροστά μου είταν τρεις τέσσερις νοματαίοι κι ο καθένας είχε μες το καλάθι του από ένα ελικοπτεράκι Ε όχι

Φαντάστηκα πως έπραξα σωστά Μια επιλογή πολλών δεν είναι σωστή επιλογή όπως έχω παρατηρήσει να αποδυκνύεται μέχρι τώρα Χώρια του ότι δεν είναι δυνατόν να πηγαίνει τόσος αδηφάγος κόσμος και να εξαργυρώνει έτσι απλά αυτό το μικρό μου όνειρο μιας ολόκληρης χρονιάς

Κάμποσο καιρό αργότερα μπαίνοντας στον εθνικό κήπο πέφτω πάνω σ’ έναν μπαγκλαντές που είχε μια τσάντα με ελικοπτεράκια και ταυτόχρονα πετούσε ένα απ’ αυτά επιδυκνύοντας το Με βλέπει που τσιμπάω κι αρχίζει να μου το δείχνει Πόσο έχει ? Δεκαπέντε Ωραίο αλλά αυτά σπάνε Αύτο όχι όχι ντεν σπάει Και το αφήνει να πέσει στη γή κι έπειτα το ξαναπετάει Εδώ είμαστε λέω Είναι πολύ μικρό Έντεκα Έχει φώτα νυκτός Δεκατέσσερα Έντεκα Καλά δεκατρία Κι οι μπαταρίες Δύο Ένα Καλά ένα

Πιο κάτω Κάτω από κάτι μπανανιές είναι η Ήβη με την κόρη και ταϊζουν ποπ κορν κάτι πάπιες Ήβη ορίστε να Πέταξε το εσύ πρώτα που ‘χεις απαλό χέρι Αξεσουάρ για πρίγκιπες Έχει και φώτα Δεκατρία ευρώ Μόλις το άφησε να πέσει και είδα πως δεν έσπασε Ώ για δες τι ωραία που το πετάς Πιλότος ήσουν στην προηγούμενη ζωή Κοίτα πόσο αρέσει στη μικρή μας

Το βράδυ πήγα στον Χρυσάνθεμο Το μικρό τους κοιμόταν Ξύπνησε να με χαιρετήσει και ξανακοιμήθηκε Η Χαρά μας έψεισε δυο λουκάνικα στο τζάκι Ήπιαμε δυο ποτηράκια και πήγαμε στο χωράφι Τρέχαμε πάνω κάτω Το ψάχναμε ανάμεσα στα χόρτα Προσπαθούσαμε να δουμε τι φταίει Μας απασχολούσε το παραμικρό φύσημα Αναζητούσαμε την άπνοια Στρίβαμε τον μοχλό δεξιά Και κατόπιν αριστερά Εκείνο άλλοτε χόρευε ανεβοκατέβαινε μετά αντιστεκόνταν στον καιρό έπεφτε από τα δέκα μέτρα Κράτησε κάμποσο Του τέλειωσε η μπαταρία Το βάλαμε στο κουτί του

Δεν μας ένοιαζε καθόλου αυτό αλλά η διαδρομή που είχε διανύσει Η αλλοκοτή πορεία του μέσα στον τρισδιάστατο κόσμο στην ψυχή του αιθέρα Η ανακάλυψη μας για τις επιρροές της πιο ανεπαίσθητης κίνησης του Και η ευχαρίστηση του ότι ήταν τόσο ζωντανός Περισσότερο η προσδοκία μιας άπνοιας που όπως το αντιλήφθηκα είναι αυτές οι συνθήκες όπου ο αέρας κρατάει την ανάσσα του και χαλαρώνει για να γευτεί το χάδι και να υπακούσει τον έλικα απ’ το ελικοπτεράκι των πενήντα γραμμαρίων που μπορεί να πετούν κάποια ώρα στη νύχτα σ’ ένα χωράφι δυο φίλοι παίζοντας και μεσουρανόντας μες την ζωή

Τώρα αφού πέταξε πάνω από βιομηχανικές επαναστάσεις και πολέμους πάνω από λαικές δημοκρατίες και δικτατορίες που ανακατεύτηκαν καλά μεταξύ τους Πάνω από φτωχούς εργάτες και καπιταλιστές Κατεχόμενα εδάφη και ορυχεία που οδηγούν βαθειά στη γη το ελικοπτεράκι εκτελεί δύο ή τρεις τρελές πτήσεις την ημέρα Η μία είναι σίγουρα το μεσημέρι μετά το φαγητό κι οι άλλες το απόγευμα και το βράδυ

Οι πτήσεις εκτελούνται με μια συγκεκριμένη ιεροτελεστία παρόμοια με αυτή του καπνιστή όταν πάει για το τσιγάρο του και κυρίως λαμβάνουν μέρος στην περιοχή του σαλονιού Έχει λαβωθεί λίγο ο έλικας κι ένα κομμάτι του τό ‘χω αντικαταστήσει με ταινία Έχει και κάποιο πρόβλημα στο αντίβαρο Είναι πιο διαβολικό κι απρόβλεπτο απ’ ότι παλιοτερα Τραυματισμένο καθώς είναι κάθε φορά που πετάει κινδυνεύει την ζωή του

Μαζί με τον μαυροπίνακα όπου ζωγραφίζει τον ήλιο με κιμωλία είναι απ’ τα αγαπημένα παιχνίδια της δυομισάχρονης κόρης μας της Νιότης Κι όπως και με όλα τα σπουδαία Τους αρχαίους θεούς Τους Cure Τον Ρεμπώ και τον παιδικό μου ήρωα τον Άρη Βελουχιώτη ο θρύλος του πια είναι το μέγεθος της αξίας του κι ας είναι ελαφρύτερο από πενήντα γραμμάρια Το ελικοπτεράκι

Τρίτη

Luna

*Στην Αγλαϊα που άφησε την μουσική κι εκπορνεύτηκε επειδή το ‘θελαν οι γονιοί της, στον φίλο μου τον Παναγιώτη που χάθηκε επειδή χαθήκαμε, στην Κωνσταντίνα που θέλει να γίνει χαρταετός, στην Όλγα που διασπάστηκε σε σιωπή και φυσικά σ’ εμένα τη μεταβλητή συγκέντρωση ιόντων υδρογόνου σ’ ένα mol ύλης

Μισό κιλό κρασί κι είμαι δική σου

Αυτό δεν ήθελες άλλωστε

Μια πόρνη με βιογραφικό

Να δώσει φτερά στην ψυχή σου

Να σκέφτεσαι την ελευθερία στα μύχια σου

Όλα τα εικοσιτετράωρα των συμβιβασμών σου

Εδώ είναι η μουσική

Το ποτό η ζάλη και η εξοχή

Η ανοιχτή πόρτα του κελιού σου

Σκάστο Κελαήδησε λεύτερα τώρα

Τα σύννεφα τ’ άστρα κι η νύχτα σ’ακούν

Η φωτιά που καίει Είναι φίλοι σου

Σου φαίνομαι αινιγματικά παντοδύναμος

Μ’ ερωτεύεσαι Παρασύρεσαι

Μου κάνεις την καλύτερη πίπα της ζωής σου

Με κοιτάς στα μάτια

Είσαι ντροπαλή κι έχεις κόκκινα μάγουλα

Γυμνή αποφασισμένη Με ρωτάς Ερωτάς

Δεν φοβήθηκες ποτέ ?

Είμαι ειλικρινής Ξυπνάει το νησί μέσα μου

Όποιος δεν φοβήθηκε ποτέ είναι ψεύτης σου απαντώ

Τα ηλεκτρικά φορτία είναι η ειδικότηττα μου

Κλείνεις το μάτι σηματοδοτώντας την κατανόηση

Και πλέκεις ένα σκουφάκι

Από τις κάμποσες λευκές τρίχες

Της κεφαλής μου

Μα αυτές παραμένουν εκεί

Θυμάσαι τότε στον βοτανικό κήπο

Της Oξφόρδης

Που σου χάρισα ένα μπουκέτο κρινάκια

Παραγεμισμένα με liberty caps

Κι εσύ μου έδειχνες ενθουσιασμένη το φυτό Olaria olaria

Πίνοντας νερό από ένα πυθάρι που συνεχώς ξεχύλιζε ανάμεσα στις ορχιδέες

Τώρα είναι άλλοι καιροί

Κατεβάζω τα βουνά και τα στριμώχνω στις αποθήκες μου

Κάθε ρέψιμο ή κλάσιμο θα μπορούσα να το πληρώνω με πεντάευρω

Και συ ολόενα πασχίζεις να επεκτείνεις το δίκαιο σου όπως κάνει κι η Αμερική

Αν όλα τα οργισμένα κορίτσια ενώνατε το δίκαιο και την οργή σας

Θα ‘χατε φθάσει ως κάτω το γρανικό ποταμό στις Ινδίες σκέφτομαι

Μα δίχως μέθη ή οργασμό

Ανάμεσα στις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις

Απλά ξεσκίζεστε για την εκτόνωση

Έπειτα ολόενα και περισσότερα απ’ τα σπίτια που επισκέπτομαι

Είναι βουβά πλούσια και με χλωμούς τοίχους

Τακτοποιημένα σαν ακατοίκητα

Φοβάμαι μήπως την επαύριο το κακό χτυπήσει και την δική μου πόρτα

Μήπως ο καλλιτέχνης που ζει εκεί πεθάνει και την θέση του έρθει

Ν’ αντικαταστήσει ο άντρας τσέπη

Γελάω Και παίρνω ήδη το δρόμο για τον Καύκασο

Έτσι ώστε αυτή η νεαρή γυμνή ερωτιδέας να πεταρίζει ανάμεσα σου

Δείχνοντας σου το δρόμο

Σε λίγο αυτήν θ’ ακούς

Εγώ δεν θα ‘μαι παρά μια γέρικη ελιά

Ωραία για να θαυμάζεις το μεγάλο κορμό της

Αλλά με το λάδι της βαρύ

Όπως το λάδι κάθε γέρικης ελιάς

Κι είμαι φυσικά ειλικρινής

Αν και είμαι ήδη αλλού

Μεταμορφώνομαι αενάως για να αποφύγω το σκοτάδι

Που με κηνυγά για να με φάει

Ακόμα και τις εποχές που κάθε κορίτσι είναι ένα ποίημα

Φιλέρι Κρανιδιώτης Autumn Royal και Σιδερίτης

Ξεκινώ το τρίτο δεκαήμερο του Ιούλη και τελιώνω το Δεκέμβρη

Ως ενσάρκωση υγρού που προέρχεται απ’ την Ασία

Εφτά γράμμματα

Μούστος ή ύγρασία

Παρασκευή

Η γαλέρα που διασχίζει το φθινόπωρο

Τα δέντρα τέτοια εποχή αποδημούν

Ξεγλιστρούν τις ρίζες τους μέσα απ΄το νοτισμένο χώμα

Και σπρώχνωντας με τα κλαριά τους

Το καθένα χωριστά η σε συστάδες την κάνουν βιαστικά

Προς τα τρεχούμενα σύννεφα, της νύχτας, το κρύο φεγγάρι

Κι εν τέλει το εξώτερο διάστημα

Έπειτα μένουν οι πληγές στη γη

Που επουλώνονται από το φθινοπωρινό στρώμα φύλλων

Τα κοπάδια των μελισσιών και των προβάτων

Που ησυχάζουν στο αυξανόμενο χορτάρι του βοσκότοπου

Και τα γέλια των χωριατόπαιδων που απομακρύνονται

Κατά μήκος των γραμμών του τραίνου

Ακολουθώντας τις φιλοδοξίες τους

Οι κερασιές οι βελανιδές οι καρυδιές

Όλα τα φυλλοβόλα δέντρα αποδημούν

Οι καρποί ωστόσο μένουν πίσω

Επιπλέουν στο υγρό σεληνόφως

Και περιστρεφόμενοι λαμπυρίζουν

Από ένστικτο πιστοί και υποταγμένοι

Συνεπείς στις αιώνιες τροχιές τους

Όπως και στ’ όνειρο που ‘χα δει μικρός

Έτσι οι αγνοί μπορούν και ψαρεύουν

Τα καρύδια ή τα κάστανα με τις απόχες τους

Κουρδίζοντας τους θριάμβους ολάκερων ορδών καλοπροαίρετων σκιών

Που ξυπνούν στην εξοχή αυτές τις ώρες

Είμαι αόρατος και παρακολουθώ

Μαζεύω καρύδια

Κάθε ένα που ρίχνω στο καλάθι μου και μια μετάνοια

Τραγουδώ τη μουσική τους

Και μη νομίζετε πως δεν είμαι αγνός επειδή δεν κρατάω απόχη

Όχι μη το νομίζεται καθόλου

Γιατί αυτοί που δεν είναι αγνοί δεν δύναται να συλλέγουν καθόλου

Ούτε ρόδια ούτε κούμαρα ούτε καρύδια

Αλλά δια της Φύσεως φυσικά απορρίπτονται

Από μια ανατέλλουσσα εποχή

Όπου η Οικουμένη θα ‘ναι το πραγματικό μας σπίτι

Τα φτερά μας θα ‘ναι φως αιθέριο

Κι η επαφή με τη χώμα της γης

-έτσι περίπου όπως γίνονταν και παλιότερα-

Ιερό προσκύνημα ή ερωτοτροπία