Δευτέρα

Μέσα στην Νύχτα των Άλλων

Καθημερινά όλο και περισσότεροι άνθρωποι βυθίζονται στην κατάθλιψη τον πανικό και την παραίτηση Το πυκνό σκοτάδι εξαπλώνεται γοργά σα νόσος υψηλής μεταδοτικότητας και αναπόφευκτα πια με περιβάλλει

Όλοι έχουν τα προβλήματα τους δε λέω, κι εγώ το ίδιο Από άλλους λίγο περισσότερα από άλλους λίγο λιγότερα Με βεβαιότητα όμως μπορώ να σου πω πως ψυχολογικά δεν είμαι κι άσχημα Δόξα στις δυνάμεις υγιαίνω

Ε, η παρούσα καταθλιπτική κοινωνία δεν το δέχεται με τίποτα αυτό Ξέρεις τι είναι να χαμογελάς στους ανθρώπους κι αυτοί να προσπαθούν να σου φορέσουν το δικό τους χλωμό διάδημα ?

Άραγες, πρέπει να με προστατέψω κι έτσι αρχίζω να βάζω σύνορα σε κάθε τέτοια προσπάθεια ψυχολογικής επιβολής Ξεγλιστρώ γοργά ανάμεσα απ’ τα πτώματα των ηττημένων όπως η αργώ πέρασε μέσα απ’ τις συμπληγάδες

Έτσι σαν περιηγητής της ζωής και για ιστορικούς κυρίως λόγους σημειώνω μερικές αράδες περιγράφοντας μια κατάσταση που δεν μου ‘χει ξανατύχει και με παραξένεψε

Εσύ κοίτα να μην παρασυρθείς από αυτήν την επικίνδυνη μαζική παράκρουση Η ευδαιμονία σου και το χαμόγελο σου είναι πια μια πολιτική πράξη διατήρησης της αξιοπρέπειας της ζωής

Ο τίτλος εννοείται από Τρύπες

Κυριακή

Ο ίσκιος

Μπορεί να στο βεβαιώσει κι ο ίδιος απαθής και δίχως ίχνος απελπισίας

Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα τυχερός στη ζωή του

Όταν γεννήθηκε οι Μοίρες τον μούντζωσαν κι οι τρεις

Και την τέταρτη Την καλή Την είχαν φιμώσει

Χιλιαδιακόσιαπενήντα γραμμάρια εξαμηνίτικο και κακομούτσουνο

Είχε ίκτερο δυο φορές πάνω απ’ το κανονικό

Κι ο Χάρος αντί να τον πάρει τον άφησε εδώ να υπάρχει σαν αστείο

Τον βάφτισαν στις δυο τη νύχτα ένας παπάς χασικλής και τρείς νονοί μεθύστακες

Μεγάλωσε παντρεύτηκε και έχασε τη βέρα του πέντε φορές σε καταδύσεις

Πάντα πιάνει χρυσό κι ο χρυσός γίνεται άχυρο

Του αρέσουν το ποτό τα κόκκαλα κι η μπίλια που γυρίζει

Και γυρίζει και ποτέ δεν ξέρεις που θα κάτσει

Μια φορά έκατσε στο ίδρυμα έξι μήνες Αποτοξίνωση

Γύρισε με δυο βαλίτσες ρούχα κέρδος απ’ το μπαρμπούτι

Γέμισε το χωριό πουκάμισα τότε

Είναι ψεύτης και τρεις χιλιάδες μηνύσεις εκκρεμούν εναντίον του

Αν σε δει θα θέλει να σου πιάσει τα βυζιά

Kαι ποιος δεν θα θέλει βέβαια αλλά αυτός θα στο πει

Έναν τέτοιο έβγαλε το εργοστάσιο και μετά χάλασε το καλούπι

Το βράδυ είναι παπόρι μα το πρωί θα ‘ναι καλά

Χρειάζεται κι αυτός να γράφει και να παραληρεί Μπήκες?

Πριν καθίσει να γράψει πλένει πάντα τα χέρια και το πρόσωπο του

Γράφει για να μην τρελαθεί Μπήκες?

Εσύ δεν έχεις φθάσει σ’ αυτό το στάδιο ακόμα

Γι’ αυτό άλλωστε αρκείσαι στο κάπνισμα και στην ανάγνωση

Πέμπτη

Σμήνος αστεριών

Ταξιδεύει και για μένα στην εποχή της αφθονίας

Εκείνη όλο ταξιδεύει

Και γω περιμένω το θαύμα και για κείνη στην εποχή των ισχνών αγελάδων

Και το θαύμα πάντα έρχεται

Κοιτώ τα μαλλιά της που μπλέκουν με τα σύννεφα

Και θαυμάζει τις ήρεμες κρυψώνες μου στη γη

Μου προσφέρει καφέ να μάθω τα μυστικά της

Και της δίνω ποτό να ξεχάσει τη ζάλη της

Μερικές φορές όταν τελειώνει η μέρα, μου ψιθυρίζει σ’ αγαπώ

Αυτό της λέω είναι πολύ μαγικό

Κι όταν ξεκινάει το πρωί της δίνω φιλί

Αυτό μου λέει είναι πολύ τονωτικό

Και με καρτερεί και την καρτερώ

Και περνάει καιρός μέχρι που ξανασμίγουμε

Και έχουν γίνει ολόκληρη ιστορία

Αυτές οι μικρές μήκους ιστορίες μας

Και όταν πια φτάνει ο καιρός που τα θυμάρια ανθίζουν όλα μαζί

Αφήνουμε ξεδιάντροπα τα ξυπόλητα χνάρια μας πάνω στην γυμνή άμμο

Τρίτη

Ο Αλχημιστής

Κάθομαι όλες αυτές τις νύχτες και διαμελίζω το άσπιλο σώμα σου

Το μετατρέπω σε λέξεις που προσεχτικά φυλάω σε μικρά διάφανα μπουκαλάκια

Το πάτωμα γέμισε από τους νάρκισσους που ξεχορτάριασα απ’ το όμορφο κεφάλι σου

Τώρα το κεφάλι σου είναι έτοιμο να φιλοξενήσει μια άνοιξη με περισσότερες δυνατότητες

Κάθε τόσο λαγουδάκια ξεπηδούν απ’ την κοιλιά σου και χάνονται στα σκοτάδια αυτής της κάμαρας

Υπήρχε κι ένας όγκος σαν γερασμένη τηλεόραση που κυλούσε στο αίμα σου

Τον αφαίρεσα κι αυτόν

Λογικά τώρα δεν θα θολώνουν πια τα μάτια σου

Περπάτησα για ώρα μέσα σου

Όλες αυτές τις μέρες περπατώ μέσα σου σκοντάφτοντας συνεχώς πάνω στις τρομαχτικές φωτογραφίες του Πα Τέρας Ου

Σε τσιμεντένιες χοάνες παλιά λουκέτα και αλυσίδες στο χρώμα της σκουριάς

Μια φορά σκαρφάλωσα στα γκρεμά της καρδιάς σου

Κι έπεσα πάνω σ’ ένα μπονσάι που είχε το σχήμα μου

Για δες είπα Υπάρχει ζωή εδώ

Φαντάζομαι θα υπάρχει πολύ ομορφιά στην ακατοίκητη περιοχή πίσω από κει

Τώρα η δουλειά μου τελειώνει

Σήμερα είναι η τελευταία νύχτα της ανατομίας σου

Αύριο θα σε επανασυνδέσω στην αρχική σου μορφή

Εκείνη του αγγέλου φυσικά

Θα σε ξαναφουσκώσω με το κενό μέσα σου

Αφού πρώτα το ανακατέψω με μπόλικους απ’ τους εκλεκτούς μου σπόρους

Θα σε χτενίσω

Και όταν το χρειάζεσαι θα σε φροντίζω σαν παιδί μου

Θα αγαπώ το δέρμα σου όπως αγαπώ την υφή των δαχτύλων μου

Τις ηλιαχτίδες των κρύων πρωινών και τα ροδοπέταλα

Δευτέρα

Ο Κυνηγός

Όταν φτάνει εδώ δεν τον περιμένει κανένας

Βλέπει ακούει και δεν μιλάει

Καρτερεί υπομονετικά το εξωτερικό ερέθισμα

Την συνάντηση την ανάγνωση την συγκίνηση

Δυο η τρείς περιστροφικές βόλτες στον κενό χώρο του καθιστικού

Είναι σαφής ενδείξεις της προσέγγισης

Η πυρηνική μετατόπιση που συνοδεύεται από την έξοδο του φελλού φέρνει ευδαιμονία

Κι έπειτα το θήραμα είναι στο πεδίο βολής του

Με δεδομένη την εμπειρία του η επιτυχία είναι αναμφίβολη

Κι εδώ είναι που ξεκινάει το παιχνίδι

Η διάρκεια του καθορίζεται από την ικανοποίηση

Η επιθυμητή απόσταση θωριάς των πραγμάτων

Αυτή η ελεγχόμενη αυξομείωση εμπλουτίζει την πραγματικότητα

Έτσι δύναται να πορευτεί παράλληλα στον εαυτό του

Ρίχνοντας άμμο στην κλεψύδρα του

Περπατά νικητής ως τον καθρέφτη

Αντικρίζει το θήραμα και τρελαίνεται

Το θήραμα είναι γρήγορο

Ο κυνηγός αργός

Ο παρατηρητής ακίνητος

Το ψυγείο άδειο

Ούτε ένα φρούτο

Μόνο αγγουράκια

Αγγουράκια ?!

Αγγουράκια