Σάββατο

Η Ζωή στην Καλντέρα

Περιμέναμε να μεγαλώσει το φεγγάρι

Για να μεταφέρουμε τα φτερωτά μας παιχνίδια σε άλλο λιβάδι

Εκεί που τα βουνά στραγγίζουν σε μια πιο πρόσκαιρη ανθοφορία

Λευκών πετάλων κι ανάκατων μπορντό μωβ ανθήρων

Όπως το πρώτο σου νυφικό που ξεχάσαμε

Και το κάψε κάποιος λίβας σε μια καλοκαιρινή ερημιά

Ήμασταν μικροί τότε

Και που να ξέρουμε για την καλλιέργεια της αγάπης

Ούτε και ποτέ ρωτήσαμε άλλωστε

Όχι ότι και κάποιος άλλος θα γνώριζε να μας πει

Αλλά να αυτή η μανία να τα ανακαλύπτουμε όλα μόνοι μας

Μας στιγμάτισε πολύ όμως αυτή η απώλεια

Εσύ από τότε τρελή πίσω από κάθε χαρά ή θλίψη σου

Σαν τον Σίσυφο γυρνάς τα ρουχαλάδικα

Προσπαθώντας μάταια να βρεις κάτι παρόμοιο

Κι εγώ όλο τεντώνω τη μύτη μου από τότε

Τχου τχου

Σαν να ‘χω καταπιεί μετεωρολογικό σταθμό

Αναζητώντας την μυρωδιά της υγρασίας

Δυστυχώς από τότε όλο στεγνώνουμε κι όλο στεγνώνουμε

Κι όλο κεντάμε ρυτίδες στο ηλιοκαμένο δέρμα μας

Θυμάσαι εκείνη την αγελάδα που την πετυχαίναμε

Πάντοτε σκυφτή να βόσκει το χορτάρι

Θυμάσαι το βλέμμα της

Ακόμη εκεί είναι

Κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα

Κι έχει το ίδιο βλέμμα

Πότε δεν το κατάλαβα

Καλύτερα λοιπόν είναι με τα φτερωτά και τα ξύλινα πολύχρωμα κουτιά τους

Συνοδεία του ετερόφωτου απλανούς ή των ηλιακών ανέμων

Παρουσία των μακρινών ουράνιων συμπαντικών αδελφών

Αφού και τ’ άστρα Τι κι αν διαφέρουμε στο μπόι

Αδέλφια μας είναι

Το μικρό πουλί κρυμμένο στις καλαμιές τιτίβισε για λίγο

Όπως στις ιστορίες της κυρίας Λε Γκεν

Αφήσαμε το καπνιστήρι να σβήσει μόνο του

Ανηφόριζε ο καπνός στον ουρανό

Τχου τχου μύρισα την υγρασία

Γελώντας μου πέταξες ένα λουλούδι

Είχε λευκά πέταλα και μπορντό μωβ ανάκατους ανθήρες

Και φύγαμε το δρόμο του γυρισμού

Με το μέλι που θα περισσέψει είπες

Θα γλυκάνουμε τους ανθρώπους