Σάββατο

Drambuile

Στην αρχή, μικρός στο δημοτικό είμουν γαύρος αλλά έχασα ένα στοίχημα κι έγινα βάζελος Ο αδερφός μου ήταν γαύρος αλλά εγώ βάζελος (κύριε τώρα τι είναι ο αδερφός σας - Απλά ζάκι) (Μετά θάνατον ανάκαμψη της τέχνης ή κατ’ άλλους ένα εσωτερικό ανάκτορο) Ω λαλά Μετά μεγάλωσα Φυσιολογική ανάπυξη και κατάλαβα πως είχα να σταματήσω να ασχολούμαι Όμως πάνω στον καρπό το πρωί όλοι μιλάγαν για το πετσί και τη σάρκα Έτσι για λόγους κοινωνικότητας ξανάγινα βάζελος Αλλά όταν κοίταξα τις λεσβίες χανούμισες έγινα αεκ ..είχα κολλήσει και με τον Ντόρις εκείνο τον καιρό Μετά έγινα λειχίνα και βρύο στη σιλικόνη του υπολογιστή Και όπως το αίμα του Σωκράτη το ποιήμα μου κύλησε απ’ τις πλειάδες Και είμαι Ψαροκόκαλο δώδεκα μέτρα βυθισμένο στην πικρή ζωή του καλοκαιριού όπου η ποίηση μου ονειρεύτηκε τη ζωή Τώρα η κυρία Επέκεινα κι η κυρία Μπάτερφλαυ με νανουρίζουν στους λειμώνες της αιωνιότητας Κάποτε μάλιστα φαντασιώνομαι πως απορώ έτσι ώστε να αποφεύγω συνετά όλες τις καθησυχαστικές πλάνες της οντολογίας Πολλές από αυτές βέβαια ακόμα και νεκρές ήθελα να τις φτύσω αλλά τις πήγαν σε άλλη νεκρόπολη Λοιπόν ακόμα ρεύομαι ψυχές και διαίρεση Κι οι γάτες όταν νύχτωσε στα σύννεφα υπόταξαν τους ανθρώπους της γειτονιάς