Παρασκευή

Η Bαρυτική 'Eλξη της Eλευθερίας

Ω πόσο ντρέπομαι δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ για τον νεκρό που έφυγε και τώρα εκείνος έχει τη φάτσα μου και είναι δεμένος μαζί μου με τον αμείλικτο νόμο του κάρματος Όμως ήδη λείπω Πολλαπλασιάζομαι σε πρόσωπα γνωστά που ξεπετάγονται γύρω μου με τη θερμοκρασία τους ανομοιόμορφα αυξημένη ή μειωμένη Κρατώ μες τις παλάμες αυτά τα μάγουλα Πρέπει να ανησυχείτε κι εσείς γιατί μυρίζει θάνατο ο νότιος άνεμος Μυρίζει το τέλμα του ψέμματος Εκατομμύρια σκουπίδια μπιμπελό διακοσμημένα στο σαλόνι Η συμπάθεια μοιράζεται στα πάντα με την ίδια θερμή δίκαιη στοργική αδιαφορία Το γούστο κι η σοφία μου κι η αλλαγή επικρατούν πάνω από -και ορίζουν- όλες τις συμβατές έννοιες Τον ιδρωμένο ηλίθιο που τρέχει και το καταδιωκόμενο γουρουνάκι. Την κίνηση του εκκρεμούς και το παγκάρι μέσα στο οποίο πηδηχτήκαμε την πρωτη νύχτα του γάμου μας Ω αδερφέ ας δέσουμε κόκκινες κορδέλες στο κεφάλι νομίζω θα περάσει η ημικρανία αν ξορκίσουμε τη φωλιά της αλεπούς με λιβάνι Αν αφήσουμε τη φωτιά να γλύψει την ανάμνηση Μεταμορφώσεις του ζώου καθρέφτη θελκτικές καθόλου ωφέλιμες για το βάρβαρο γένος μας Ω ρουτίνα λεσβία κόρη της εμπειρίας και της εξέλιξης Δυο αρχιδάκια ωριμάζουν στον κόρφο σου Γη που μέσα σου σαλεύει το κιννιβάρι των εσωτερικών αναζητήσεων Και νύχτα των κόσμων - απόκρυφη του ονείρου συνδρομή Πως το φαρμάκι της ήττας γλυκαίνει ο αρμονικός τροχός της κίνησης σου Ω νύχτα δεν είσαι καθόλου νύχτα Ω ρουτίνα προδομένη από χιλιάδες μάτια Αστραπή μες τον χρόνο πλαισιωμένη από γαλάζια φωτιά Ω θέλγητρα μου καμωμένα από σχέδια απόδρασης Κι όμως στη νόστο της νίκης απ’ όλα πιο κοντά Ω δικαιοσύνη του έβδομου οίκου στα ορατόρια της άθλησης και στο γάλα της πολιτικής αναθρεμμένη Δέκα χιλιάδες τρόπους έμαθα να ληστεύω τους μπάτσους κηδεμόνες μου Ω ήλιε με το πύρινο στόμα και τους υγρούς φθόγγους μειωμένους σε φτωχή διανόηση οχτώ λεπτά μετά Και σώμα μου κατοικίδιο με την καρδιά στον λαιμό Δες με Πως γεννιέμαι Πως αναπνέω Πως τρελαίνομαι Μοίρα πως γίνομαι στα χέρια του ανθρώπου Ω υπόσχεση αγάπης αρχαίο αηδόνι του τυχαίου συναισθήματος πριν της Πρόκνης το εκστατικό φονικό Μεθυσμένε ύμνε που ψιθυρίζεις τις οκτάβες σου εφαρμοσμένες τέλεια Δυναμικά παλλόμενες στη δίνη της οικουμένης Ω της δράσης δίδυμε αδερφέ Κραυγαλέα σκιά μου Εκείνες οι αλλόκοτες αύρες γύρω απ’ την ιερή ελιά και τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί Έννοιες απεριόριστες κι αλήτησσες πολύ για το ζυγό της κατανόησης Στο όνομα της δοξασμένης δημοκρατίας λες «θα σπείρω όλα τα ψέμματα στα γόνιμες συνεδρίες ανταλλαγής απόψεων» και μετά αιθερικός από φυσικού σου αδερφέ πολεμιστή Αχιλλέα πικρέ Φλεγόμενος μες τα φουστάνια του βεζούβιου και με το κάθε βήμα δέκα στάδια τεράστιο Σαν χαρταετός ή μπαλόνι που κέρδισε την ελευθερία του τεντώνεσαι με την ίδια άνεση πάνω από σύγχρονους κι αρχαίους πολιτισμούς να συναντήσεις πνεύματα και θεούς Όντα αφύσικα Και εκεί στην άκρη του κόσμου φωνάζεις την γνώμη σου για όλα τα πράγματα Αααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα

2 σχόλια:

Άντζελα είπε...

Η συμπάθεια μοιράζεται στα πάντα με την ίδια θερμή δίκαιη στοργική αδιαφορία

ερμία είπε...

ελευθερία όσο κι η μοναξιά,μιά ασφυκτική ευρυχωρία είναι